οπτασιασμός

οπτασιασμός
hayal görme

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οπτασιασμός — ο [οπτασιάζομαι] το να βλέπει κανείς οπτασίες, να έχει οπτικές ψευδαισθήσεις …   Dictionary of Greek

  • οπτασιασμός — ο το να βλέπει κανείς οπτασίες, το να έχει ψευδαισθήσεις, οραματισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”